θρησκοληψία

θρησκοληψία
η
ο υπέρμετρος θρησκευτικός ζήλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρησκόληπτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Φιλοπ. Παρασκευαΐδη στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θρησκοληψία — η υπερβολικός θρησκευτικός ζήλος: Έχει κυριευτεί από θρησκοληψία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρησκομανία — η η θρησκοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρησκομανής. Η λ. μαρτυρείται στον Δανιήλ Φιλιππίδη] …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Φίλντινγκ, Χένρι — (Fielding, Σάρπχαμ Παρκ, Σόμερσετ 1707 – Λισαβόνα 1754). Άγγλος συγγραφέας. Οι δικοί του, μικροί κτηματίες και ξεπεσμένοι αριστοκράτες, τον έστειλαν στο Ίτον και κατόπιν στο Λέιντεν για να σπουδάσει νομικά. Όταν γύρισε στο Λονδίνο, ο νεαρός Φ.… …   Dictionary of Greek

  • θρησκομανία — η θρησκοληψία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”